ἐθναρχίας

ἐθναρχίας
ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία
office of ethnarch
fem acc pl
ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία
office of ethnarch
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Μακάριος Γ’ — (Μιχαήλ Μούσκος, Παναγιά Κύπρου 1913 – Λευκωσία 1977). Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου (1950 77) και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959 77). Σπούδασε θεολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βοστόνης και νομικά στο Πανεπιστήμιο …   Dictionary of Greek

  • Κρανιδιώτης, Νίκος — (Κερύνεια Κύπρου 1911 –). Κύπριος διπλωμάτης, λογοτέχνης και ιστορικός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διεθνείς σχέσεις στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής σε σχολεία δευτεροβάθμιας… …   Dictionary of Greek

  • Κυπριανού, Σπύρος — (Λεμεσός 1932 – 2002). Κύπριος πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1977 88). Σπούδασε οικονομικές, εμπορικές και νομικές επιστήμες στο Λονδίνο και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα από το 1954. Την περίοδο που ήταν φοιτητής στην Αγγλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”